- ἐγκλιτικῇ
- ἐγκλιτικόςwhich leansfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐγκλιτική — ἐγκλιτικός which leans fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
με — (I) και μέ (συντετμημένος τύπος τού εμέ, αιτ. τού εγώ) όταν προτάσσεται τού ρήματος συνήθως διατηρεί τον τόνο του και χρησιμοποιείται ως μη εγκλιτική λέξη, ενώ όταν επιτάσσεται σχεδόν πάντοτε παραμένει άτονο και είναι εγκλιτική λέξη (α. «μέ… … Dictionary of Greek
энкли́тика — и, ж. лингв. Слово, не имеющее собственного ударения и стоящее после ударяемого слова, к которому оно непосредственно примыкает, образуя вместе с ним в отношении ударения одно целое, например: «там же», «здесь ли?», «где бы ни было». [греч.… … Малый академический словарь
έγκλιμα — ἔγκλιμα, το (Α) 1. κλίση, κατωφέρεια 2. (για μηχανή) λοξή στάση ή τοποθέτηση 3. (για στρατό) ήττα, υποχώρηση 4. επικλινής έκταση 5. γραμμ. εγκλιτική λέξη … Dictionary of Greek
αντικατάσταση — η (Α ἀντικατάστασις) το να τοποθετείται κάτι η κάποιος στη θέση κάποιου άλλου, η αναπλήρωση νεοελλ. γραμμ. φρ. «χρονική αντικατάσταση» το να βρει κανείς έναν ρηματικό τύπο σε όλους τους χρόνους τους ίδιας έγκλισης «εγκλιτική αντικατάσταση» σε… … Dictionary of Greek
δε — (I) δὲ (Α) (δεικτικό εγκλιτικό μόριο) 1. φανερώνει κίνηση προς τόπο (α. οἶκονδε, οἶκαδε προς το σπίτι, προς την πατρίδα β. Ἐλευσίναδε προς την Ελευσίνα) 2. προσέγγιση σε κάποιο πρόσωπο ή στην κατοικία του (Πηλεϊωνάδε προς τον γιο τού Πηλέως) 3.… … Dictionary of Greek
εγκλίνω — μτβ. και αμτβ. 1. κλίνω κάτι προς κάτι, το λυγίζω. 2. έχω κλίση προς κάτι, λυγίζω, γέρνω προς κάτι. 3. (γραμμ.), για λέξεις, «εγκλίνω τον τόνο μου» ή εγκλίνομαι χάνω τον τόνο μου ή τον μεταφέρω στην προηγούμενη λέξη (διότι η «εγκλιτική» λέξη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)